ΑΡΧΙΚΗ
ΤΟ ΕΡΓΟ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Όροι
anguilla (in brido assentur, aptiores sur quam elixae, ita ut in salimoria)
aphratum (αφράτον)
atriplex hortensis, atriplicis
bain marie- κακκάβη
bene coquo
carnes uero uaccinae uel bualinae insalatae
e squartati e fritti nella padella chon lardo (όρνιθες βραστές, τεμαχισμένες όρνιθες τηγανισμένες με λαρδί)
ex quo ipse comederat, allio, cepe, porris laute suffarcinatum, garo delibutum)
insalata di porcellana
ĭsbanaḳ ḳavurmasĭ
lactuca
Laridum με λαχανικά
Lepores in dulci piper habente, parum cariofili et gingiber, costum et spicam nardi uel folium
lucius, λούτσος
moriscos
pollastri lessi
sferae, σφαῖραι
spumeum, spumum, ἀφρός
suffarcinatum
tracta
tubera/ tufera
ἀ(ν)δράφαξις, ἀτράφαξις
αβγά (ἔγχυλα, ἐκζεστά, ἐξεφθὰ τὰ ἐπὶ θερμοῦ ὕδατος σκευαζόμενα)
αβγά (επιχεόμενα πάνω από την λοπάδα, εὔπεπτα, ἑφθά, ἑψηθέντα ἐπὶ διπλώματος)
αβγά (ὀπτά, οπτηθέντα σε θερμή σποδιά, παχυθέντα, παχύχυμα, πνικτά)
αβγά (στο μονόκυθρο,ψημένα σε πυρωμένα κεραμίδια,ἐπὶ πλεῖον ἑψηθέντα, ψημένα σε οξύκρατο, ψημένα στα κάρβουνα)
αβγά κάλλιστα (αλεκτορίδων και φασιανών)
αβγά πνικτά με γάρο και λάδι
αβγὰ συντετριμμένα καὶ τηγανισμένα μὲ κρομμύδια καὶ ἄλλα μυρωδικά
αβγά ὑπεροπτηθέντα
αβγά φαύλα (χηνών και στρουθοκαμήλων)
αβγἀ χείριστα (τηγανιστά, χηνῶν κακόχυμα ἑψηθέντα σὺν ὄξει)
ἀβγάτος
αβγοτάραχο
ἀβρότερος
ἀγγεῖον
ἀγγεῖον ἀπό τοῦ πυρός
ἄγγος
ἄγγος γυάλινο -μαζός
ἁγιοζούμιν
ἁγιοζώμιον
ἀγκινάρα
ἀγορανόμος
ἀγριομελιντζάνα, ἀγρία μαζιζώνη
ἀγριομελιντζάνιον
ἄγριον μάραθον (ἱππομἀραθον)
ἀθάρα
ἀθάρα: ἄλευρον ἡψημένον
ἀθάρη
ἀθάρη καὶ ἀθήρα καὶ ἀθέρα καὶ ἀθάρα
άθερίνα μεγάλη
ἀθήρα (με ἀπόκτιον, με γάλα, με μυξάρια, παστά, ψάρι, χοιρινόν κρέας)
ἀθήρα διὰ πυρῶν καὶ γάλακτος ἡψημένον
ἀθήρα με ἀπόκτιον καὶ χοίρειον κρέας
ἀθηράν μετὰ ἰχθύος
ἀθηροφάγος
ἀθηρώδης χυλός
ἀθηρώδης χυλός (ψημένος με απόκτι και χοίρειον κρέας)
αἴγαγρος
αἰγεία χορδή
αἴγειος
αἰγύπτιος κύαμος
αἷμα
αίμα και εντόσθια ψαριών
αίμα λαγού
αἱματία
αἱμάτιον
αἱματίς
αἶξ ἀγρία (ἀγριοαίξ)
ἀκαλήφας ἐπί ἀνθράκων κληματίνων
ἀκαλήφας ἐπὶ τηγάνου ὀπτῶ
ακαλήφες θαλάσσιες ὀπτήσει… μετὰ γλυκέος δ’ ἢ οἰνομέλιτος καρφῶν ἐπ’ ἀνθράκων κληματίνων
ἀκαλήφη
ακαλήφης σπέρμα με πτισάνη και ύσσωπο (συνέψειν)
ἀκάνθη ἰχθύος
ἀκανθώδη φυτά
ἀκάπνιν μέλι
ἄκρα ἐρίφων (ὀψημένα μετ’ ὀμφακίου)
άκρα χοίρου
ἄκρεα μόρια
ἄκρη γερανού κρασάτα
ἀκρόβραστον (λίγο βρασμένο)
ἀκροκώλιον
ἀκρόπαστα γοφάρια
ἀκρόπαστον
ακρωνάριον
ἅλας τετριμμένον
αλείφω με οξύμελι
άλεκτορίς, άλεκτρύων
ἀλεστόν λαθύριον με αλάτι, λάδι και τριμμένο κύμινο
ἀλεστός
ἄλευρον (από ρεβίθια)
ἄλευρον λεπτόν
ἀλευρότησις- ἀλευρώνω
ἀλεύρωμα
ἀληθινὰ παγούρια
ἄλιξ
ἄλιξ με μέλι (άνηθο, κνινάμωμο, κόκκους ροδιού, στάχος)
αλίπαστα κρέατα, ψάρια
ἁλίπαστος
ἁλιστός
ἀλλαντοχορδοκοιλιεντεροπλύτης
ἁλμάδα ταμιευομένη ἐς νέωτα
ἁλμαία με ἠρύγγη (με ἱπποσέλινον και με σεῦτλα)
ἁλμαία με λάδι ή χωρίς λάδι
ἁλμαία πολυσύνθετός τε καὶ πολυσκεύαστος
ἁλμαία σὺν ἀρτύμασι
ἁλμαίας φύλλα
ἁλμάς
ἅλμη
ἅλμη ὑδαρής
ἁλυκός
ἁλυκός χυμός
ἁλῶν ὀριτρόφων παττόμενα
ἀμανιτάριν
ἄμια
ἀμνάς
ἀμνός
ἀμπελόπρασον
άμυλον κέγχρου με γάλα
ἀναβάπτω ή ἀποβάπτω (με ὀξύγαρον)
ἀναβράζω
ἀναβράζω ταῖς χύτραις
ἀνάβρασις κρέατος
ἀνάβραστον
ἀνάβραστον λίαν βεβρασμένον
ἀνάβραστος
ἀνάβραστος (κρέας)
ἀναζέω
ἀνάπτω πῦρ
ἀνάρτυτος
ἄνευ ὄξους μὴ ἐσθίειν
ἄνεφθος
ἀνέψητος
ἀνέψω
ἀνηθοκουδιμέντα
ἀνηθομαλαθρόκουκκα
ἀνηθοσκορδόπαστα
ἄνθος
ἀνθρακιά
ἀνθρακίς
ἀνθρακιστὸν
ἀνίθῳ κινοῦντας
ἄνισ(σ)ον-γλυκάνισον
ἀνόστεος
ἄνοψος
ἀντιφάρμακον
αντσούγια
απάκι ή υποκοίλιο βερζίτικου
ἀπάκια βερζίτικου
ἀπάκιν
ἀπάκιν ἀκρόπαστον
ἀπάκιν βερζίτικον
ἀπάκιν σύμπλευρον
ἀπάκιν τσίρου
ἀπαλαρέα κρασίν
άπηφρισμένος
ἄπλυτος ἐσθιομένη
ἀπο(γα)λάκτισμα
ἀποβάπτω (εἰς οξύκρατον)
ἀποβρέχω και προέψω
ἀπογεύομαι
ἀπογεύομαι ζωμόν
ἀπόζεμα
ἀποζεματίζω
ἀποζέω
ἀπόκτιν
ἀπόκτιον
ἀπόκτιον καὶ χοίρειον κρέας ἀθηρώδει χυλῷ μιγνύμενον
ἀποπλύνω το παστό ψάρι με χλιαρό νερό
ἀποσκευάζω
ἀποτίθημι χυμόν
ἀποτριτόω
ἀποτριτόω ἐν τῇ ἑψήσει
ἀπότυρα
ἀρίθμια
ἄριστον φάρμακον
ἄριστος
ἀρνός-ἀρνίον
ἄρον
ἄρουλα ἐπί ἀνθράκων
ἄρουλαν μεγάλην ἕψειν μαγειρευτά
ἄρουλλα
ἀρτοκοπεῖον
ἄρτος (από αλεύρι ρεβιθιών) βεβρεγμένος
ἄρτος ξηρός
ἀρτύζω, ἀρτύω
ἄρτυμα
ἄρτυμα (αλμυρό, ανέλαιο, απέριττο, δριμύ, θερμό, πολυτελές)
ἄρτυμα ἐμβάλλω
ἄρτυμα, ἀρτυμάτιον
ἀρτύματα θερμά
ἀρτυματικός
ἀρτυσία
ἄρτυσις
ἀρτυσμός
ἀρτύω
ἀρτύω (αλμαία, κοχλίες, μανιτάρια, όρνιθα, όσπρια, ρύζι, σεύτλα, ύδνα, χόρτα, χυλό πτισάνης, χύτρα, ψάρια)
ἀρτύω (ἠρτυμένος εἰς ὄξος)
ἀρτύω (με ακόριον, αλάτι, άνηθο, βλησκούνι, γάρο, γλυκάνισο, δυόσμο, εύζωμο, έψεμα-έψημα, θρούμπα, θυμάρι, καρναβάδι, καρότο, κάρυο-μοσχοκάρυδο, κόρι-κόλιαντρο, κρασί, κύμινο, λάδι, λιγυστικό, μάραθο, μέλι, μελάνι σουπιάς, νάρδο, ξίδι, οπό, παστά-ταριχευτά κρέατα, πετροσέλινο, πεντάρτυμα, πιπέρι, ρίγανη, σέλινο, σελινόσπερμα, σινάπι, χοιρινό λίπος
ἀρτύω (με γάρο, ελαιόγαρο, κρασί)
ἀρτύω (με λάδι και γάρο)
ἀρτύω (με λάδι, θρούμπα, πιπέρι, γάρο)
ἀρτύω ἐλαίῳ
ἀρτύω μαγειρίαν
ἀρτύω, γλυκύ παράρτυμα
ἀρτύω-ἠρτυμένος (μύδια)
ἀρχιτρίκλινος
ἄρωμα
ἀρώματα
ἀρωματίζω
ἀσκορδιαλός
ἀσπάραγγος
ἀσπάραγκος
ἀσπάραγκος ἄγριος
ἀσπάραγος
ασπράδι αυγού κτυπημένο
ἀσφάραγος
ἀτμίζον
ἀτταγᾶς, ἀτ(τ)αγήν, ταγήν, (ἀτ)ταγηνάριον, τραγινάριον, ἀτταγός, ἀτταβυγᾶς
αυγά χηνών χείρονα
αυγοτάραχα (διπλά)
αὐτοκόλλητα (ἐπὶ πλεῖον ἑψηθέντα)
αὐτοσχέδιος ζωμός
αὖχος
ἀφαρόζωμος
ἀφέψημα
ἀφέψημα (ὀστρακοδέρμων, κοχλιῶν)
ἀφέψημα παγουρίων
ἀφέψω
ἀφράτον(afrutum)
ἀφράτον-afrutum
αφροδισιακή ρητίνη τερεβινθιάς, τερεβινθίνη
ἀφύα -ἀφύη
ἀφύαν τάχιστα ἕψεσθαι
ἀφύη
ἄχρις ἂν ἀκριβῶς ἑψηθῇ
άψητος (οὐδὲ θερμήναντες)
βαβαλισμένος μαζός
βαζάνα ἡ καλοθώρετη καὶ ἀγκαθόρραχος μελιτζάνα ἡ κακοθεώρητος καὶ ἀκανθόρραχος
βαζιζάνιον
βαθρακός
βάλανος
βάλλω ἐπάνω-καλύπτω με έψημα από κρεμμύδια (ξηρούς άρτους μέσα σε πινάκιο)
βάπτω
βάρακος
βάτραχοι πιθανώς ψητοί ή βραστοί
βάτραχος
βεβρεγμένον ὄσπριον
βερζίτικον
βιβρώσκω
βλαστοί τερμίνθου, ἄγνου καὶ ἀμπέλου καὶ σχίνου καὶ βάτου καὶ κυνοσβάτου
βόειον κρέας και φύλλα συκιάς
βόειος
βουβαλίσιο τυρί
βουβαλίσιο τυρί ή βούτυρο (σε μονόκυθρον, σε φρύγια λάχανα και λαχανικά-χόρτα, σε γούλες, σεύτλα)
βοῶν (κοιλία, κρέατα, νῶτοι, στέρνα)
βράζω
βράζω τρεις φορές (προαφέψω, μετατίθημι εἰς ἕτερον ὕδωρ)
βρακκάτος
βράσμα
βραστέος
βρεκτός
βρέχω οἴνω καὶ ὄξει
βρέχω, ἐκζένω κυάμους
βρομόκαπνον αγιοζούμι
βρώμα (παχύτατον, πολυμιγές, πολύκρεων, σύμμικτον)
βρώμα δι' ὀσπρίου
βρῶμα Λύδιον (καρύκη)
βρῶμα Λύδιον ἐξ αἵματος (καρύκη)
βρῶμα ποικίλως ἠρτυμένον (καρύκη)
βρώματα (γλυκεῖα, ἐργαστά, σκευαστά)
βρωμάτων ὀρέξεις
βρώσιμον
βρῶσις
βωλῖται
γαβάθιν
γαλακτερός
γάλακτος ἐμπλήσαντες τὸν πνεύμονα (φρύγω ή ὀπτῶ)
γαλακτοτρόφος
γαλέα, γαλέος
γαράριον
γαρέλαιον με κρασί
γάρος, γαρίζω, γάρισμα
γαστήρ-κοιλία
γαστριμαργοζώμιον
γαύρος
γεμίζουν σαν να είναι χιτώνες τα έντερα «ὡς χιτῶσι τοῖς ἐντέροις»
γεμίζω χορδή
γεμίζω, γεμιστός, παραγεμιστός (doldurmak, dolmak)
γεμιστά
γεμιστή σουπιά (σηπία ὠνθυλευμένη)
γεμιστός (suffarcinatum)
γενειᾶτις τρίγλα, γενειῆτις
γεύομαι φρεσκοκομματιασμένο κῆτος
γεῦσις
γεῦσις κρόκου
γλανέος (ἄριστος, αρσενικός, εὐστόμαχος, ἥδιστος, θαλάσσης, θηλυκός, λιμναῖος, ποτἀμιος, φαῦλος, ὠφέλιμος)
γλανέος (ἐπὶ κροκίνων ἀνθράκων καπνιζόμενος, πυρὶ ὀπτὠμενος ἀδιάφθορος ἐπὶ πολὺ διαρκεῖ)
γλάνεος, γλανέος, γλάνις, γλανίδι
γλανέου (ἦπαρ, ὀστᾶ, χολή)
γλανιδόπιττα
γλαῦκος
γλαύκος (χλωρός, χοντρός)
γλίσχρος
γλυκασμός
γλυκέλαιον
γλυκοσιρίδι, πικροσιρίδι,νερογλυκοσιρίδι
γλυκυμαρίς
γομφάριον
γόμφος μεγάλος
γόνδη
γούλα
Γούλες χοντρές μαγειρεμένες με τυρί βουβαλίσιο
γουλιανός
γουρούνιν
γοφάριν
γρούτη
γρυλλίδιον
γυλ(λ)άριον
γυλάριον
γύλαρος
γῦριν, γῦρις
δαίδαλος ὄψων
δαίτρευσις κρεῶν
δαιτυμών
δαυκίον
δαυκόμελι
δαῦκος (με κρέας στο τηγάνι, δαῦκος με μέλι)
δαυκοψήστης
δαψίλεια
δειπνοκλητόριον
δεῖπνον (πολύλαιον, νομοθετῶ) ἐπισκευάζω ὀψαρτυσίαν
δελφάκιον
δέρμα (πέτσα) και χόνδρος ψημένων ἄκρων ζώων
δηλητήριον (τρίγλα)
δί(σ)εφθος
διὰ πεμπωβόλων ὀργάνων τὴν φλόγα καλῶς ὑπερχόμενα
διαβρέχω
διάβροχος
διακεχυμένος
διαλελυμένος ὑπό τῆς ἑψήσεως
διαπειρόμενος
διειρμένος καλάμοις πτύχια
δίεφθος
διηθέω
διηθηθείς χυλός
διηθημένος
διηθούμενος
διπλοσφουγγάτον
διπλοτήγανον
δίπτιν
δίσεφθος
διφαγία
δοκιμάζω το φαγητό (πεῖραν λαμβάνω ἑψήματος)
δόλιχος
δουμάκιν-ουρά προβάτου
δριμύσσω
δριμύτητα πράσων
δριμυφαγία
δυσέψητος
δύσπεπτος
δύσφθαρτος σάρξ
δωδεκάθεον
ἔγγραυλις
ἐγγραυλοπαστοφάγος
ἔγγραυλος
ἐγζεστὸς
ἐγκέφαλος
ἐγκέφαλος (και μυελός) ναυτιῶδες ἔδεσμα
ἐγκέφαλος (με ρίγανη και αρτύματα)
ἐγκέφαλος λαγού
ἐγκρασίχολος
ἐγκρύβω πυρί
ἔγχελυς (ψήνεται με άνηθο, λάδι, πράσο, τεύτλα)
ἐγχέω
ἔγχυλος
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
ἔδεσμα
ἔδεσμα δι' ὀσπρίου
ἔδεσμα ποικίλον (καρύκη)
ἐδεσμάτων διαδοχαί
εδώδιμα
ἔθρυμμα ὄσπριον μαγερίαν
εἵλησις ἐντέρων
εἱλητή
ἔκγαρις
ἐκζεννύμενος (ὠόν ἐκζεννύμενον)
έκζέννυμι-έκζεννύω
ἐκζένω
ἐκζεστά (γογγύλια, καριδίτσες, κολοκύνθη, κουκκία, κράμβη, κρεμμύδια, κύαμοι, λάχανο, όσπρια, σκόρδα, ρεβίθια, σεύτλα, φάβα, φακή, φασίουλοι, ὠά)
ἐκζεστόν
ἐκζεστόν (σευτλίον, ὕδωρ)
ἐκζεστόν-ἐκζεστά
ἐκζεστός
ἐκζεστός, ζεστός
ἐκζέω
ἐκλεπίζω
ἐκπίω ζωμόν
ἐλαιόγαρος
ἐλαιοσπάραγκος
ἐλάφεια ή ἐλάφων κρέατα (δύσπεπτα, κακόχυμα, ὀπτά περιφραδέως πυρί)
ἐλαφόσκορδον
ἐλάφου κρέας (αργό στην χώνεψη, ασύγκριτο, ψήνεται με κρέας χοίρου)
ἐλλέβορος
ἐμβάλλω
ἔμβαμμα
ἔμβαμμα (με αλόη, γάρο, έψημα -πετιμέζι, θρούμπα, θυμάρι, κνήκο-κρόκο, κύμινο, κρασί, λάδι, μάραθο, μέλι, νάπυ, ξίδι, πιπέρι, σέλινο, σινάπι, σκόρδο)
ἔμβαμμα ἁπλοῦν
ἐμβάπτω
ἐμβάφιον
ἐμμελής
ἐμμεμενθυλευμένος
ἐμμενθυλευμένος
ἔμπικρος σέρις (σταμναγκάθι, γιαλοράδικο)
ἐναποβάπτω
ἐναποβρέχω
ἐναφέψω
ἐναφέψω οἴνῳ (καρπὸ καὶ φύλλα καὶ ῥίζα κρήθμου)
ἐντεροκαρδιοσυκωτοφλέγμονα
εντερόκοιλα
ἔντερον
ἐντεροχορδοπλύτης
ἐντετευτλανωμένος
ἔντυβον ή ἴντυβον, ἐντύβιον, ἴνδυβον, ἰντύβιον, ἰντίβιον
ἐνωπτημένος
ἐξαλμίζω
ἐξαρτύω
έξαφρίζω
ἐξεφθός
ἐξοιδίσκω
ἐξοφθαλμιστός
έπανθρακίς
ἐπεμβάλλω σε λοπάδα αχινών (αυγά, μέλι και πιπέρι)
ἐπέμβαμμα καὶ σύνθεμα ἐκ χυμῶν δριμυσσόντων
ἐπὶ θερμοῦ ὕδατος σκευαζόμενα
ἐπιβάλλω-ἐπιρραίνω (ξίδι, αλάτι)
ἐπιβάπτω ὄρτυγας (τρώγω βουτώντας σε σίναπυ, ἁλοκύμεινον, καὶ οἰνόγαρον)
ἐπιβρέχω χόνδρον
ἐπίμονος πτισάνη
ἐπιπάσσω
ἐπισκευάζω ἰχθύν ὀψαρτυσίας
ἐπισκευάζω ὀψαρτυσίαν
ἐπιτάττω τέχνην μαγείρω
ἐπιτραπέζιον ἥδυσμα
ἐπιτάττω τῷ μαγείρῳ τὴν τέχνην τῆς ὀπτήσεως
ἐπιχέω
ἐπτισμένος
ἐργαστήριον (μαγειρικόν)
ἐργαστός
ερεβινθόζωμος
ἐρεγμός
ἐρεικτός
έρίφεια κρέατα (τρώγονται με πτισάνη, ή ψημένα μέσα σε νερό με αλάτι, άνηθο, ξίδι, λάδι)
ἐρίφιον-ἔριφος (γαλακτερός, γαλακτοτρόφος, τρυφερός)
ἐσθίω ρίζα
ἐσκευασμένα (λάχανα, όσπρια)
ἐσκευασμένος
ἐσκευασμένος με κύμινο
ἑστιάτωρ
ἐσχάρα
ἔτνος
ἔτνος (από κυάμους) σκευαζόμενον ἐν ταῖς χύτραις ὑγρὸν καὶ παχύ ἐν ταῖς λοπάσι.
ἔτνος-άθάρη, φάβα διαλελυμένα ὑπὸ τῆς ἑψήσεως
ἔτνους (από κυάμους) σκευασία μετὰ πτισάνης μιγνυμένου
εὐάρτυτος
εὔβρωτος
εὐέψητος
εὔζωμον
εὐθύζωμος
εὐκοίλιος
εὔκρατον
εὔκρατον (με κύμινο, πιπέρι, άνισο σε θερμό νερό)
εὔκρατον (με ψητά κρεμμύδια ή με πιπέρι, κύμινο, γλυκάνισο)
εὐμεγέθης
εὔνοστος
εὔστομος
εὐτρεπίζω χύτραν
εὐχυλία
εὐωχία
ἑφέψω
ἑφθὰ (πράσα)
ἑφθὴ
ἑφθὴ μετὰ κρέατος
ἑφθὸν δὲ πᾶν τὸ ἐν χύτραις ἑψόμενον
ἑφθόν κολοκάσιον (βραστό ή τηγανιστό τρώγεται με λάδι, γάρο και πιπέρι)
ἑφθός
ἔχιδνα
ἕψειν
ἔψειν μετὰ κρέατος
ἑψείσθωσαν μέχρι τακερώσεως (μέχρι να λιώνει)
ἑψηθείς (δὶς ἤ τρὶς, ἐπὶ πλέον, με γάρο και λάδι, μὴ καλῶς)
ἑψηθείς ἀποτίθημι τὴν δριμύτητα
ἑψηθείς- ἑψημένος (ἰσχυρῶς, καλῶς, μὴ ἑψηθείς)
ἕψημα
ἕψημα (από κομμένα κρεμμύδια, νερό, λάδι)
ἕψημα (ψημένο)
έψημα από κρεμμύδια (βάλλω ἐπάνω-καλύπτω ξηρούς άρτους μέσα σε πινάκιο)
ἕψημα κατασκευάζω
ἑψημένος
ἕψησις
ἕψησις (προτέρα, τὸ πολύ τῆς ἑψήσεως)
ἕψησις κρέατος
ἕψησις πολλή
ἕψησις πολλή ματιτανίου
ἑψητόν
ἑψητός
ἑψόμενα μέρη της κάππαρης (καρπός, καυλός, φλοιός της ρίζας και φύλλα)
ἑψόμενη σε ξίδι ή κρασί
ἑψόμενον
ἑψόμενος
ἑψόμενος (μετά δέρματος)
ἑψόμενος καὶ χοιρείῳ στέατι μιγνύμενος
ἑψούμενος
ἕψω
ἕψω (δίς, ἰσχυρῶς, μετρίως)
ἕψω (ἐν ἐλαίῳ)
ἓψω ἀντικρύ ἡλἰου
ἕψω γλῶτταν
ἕψω δὶς καὶ τρίς
ἕψω δὶς καὶ τρὶς ἐν ὕδατι
ἕψω ἐν ὕδατι
ἓψω ἐπ’ ἀνθράκων
ἕψω ἐπ’ ἀνθράκων ἐπὶ πλεῖστον
ἕψω καθ’ ὑπερβολήν
ἕψω και κενόω τῶν ὑγρῶν αὐτῶν (ὀστρουδίων, ὁμιδίων καὶ τῶν ὁμοίων)
ἕψω κοχλιούς σε γλυκό νερό
ἓψω κρέας μετὰ δέρματος
ἕψω κυάμους μετὰ κρεῶν χοιρείων, αἰγείων, προβατείων
ἕψω οἴνῳ (καρπὸ καὶ φύλλα καὶ ῥίζα κρήθμου)
ἕψω ὀρύζιον
ἕψω πυροὺς καὶ κριθάς σε νερό
ἕψω ὕδατι (νερό με αλάτι, ρίγανη, πήγανο)
ἓψω φακὴ δὶς
ἕψω-ἑψόμενος
ἑψώμενος
ζακυνθίς κολοκύντα ή γογγυλίς
ζάρζακον
ζέμα
ζέμα (ἀπό ζέματος)
ζέμα (γογγύλια, καρότα, κράμβη, λάδι, μάραθο, πράσο, σκόρδα ὁλέλαια, σπαράγγια)
ζεματίζω
ζεματισμένος
ζεματοποσία
ζέον
ζεστά τηγάνου (ὀψάρια)
ζεστόν
ζεστόν παρὰ τὸ βράσσειν
ζεστὀς (ἄρτος, εὐλογία, κουκίον)
ζεστός ή ὀπτός τηγάνου
ζεστός τηγάνου
ζέω
ζουμίν
ζυμάρι στο πώμα της χύτρας (σταῖς)
ζώμευμα
ζωμευόμενος (ζωμευόμενον κρέας)
ζωμευτός ἰχθύς
ζωμεύω
ζωμίδιον
ζωμίν
ζωμοῖς ἀρωματίζουσιν
ζωμός
ζωμός (αλμαίας, ερεβινθόζωμος, θαλασσινών-οστρακοδέρμων, ιχθύων-οψαρίων, κρεάτων, λαχάνων, ορνίθων, οσπρίων, τυρεψητός)
ζωμός (ἐχίνων, κογχαρίων)
ζωμός ἁπλός
ζωμὸς ἑψόμενος
ζωμός ζέων
ζωμός ἰχθύων-ὀψαρίων (καρυκευτός με γλυκάνισο, χλωρό κόλιαντρο, στάχο)
ζωμός καρυκευτός
ζωμός καρυκευτός με καρναβάδιν
ζωμός κεφάλου ὀλίγον καρυκευτός
ζωμὸς λαμβανόμενος σὺν οἴνῳ
ζωμός λευκός
ζωμός λιτός
ζωμός μαγειρίας
ζωμός με αρώματα
ζωμός με κρεμμύδια (ἔλαιον, θρυμβόξυλα, βλησκουνίτσα)
ζωμός με κρόμμυα καὶ ἕτερα εἴδη μετὰ ἀρωμάτων τινῶν
ζωμός με κρομμύδια
ζωμός με λίπος χοίρου
ζωμός μέλας
ζωμός όρνιθας με στρύχνο
ζωμός περίεργος (καρύκη)
ζωμός περιστεριού (με γλυκάνισο, κύμινο, πράσο, σέλινο και πιπέρι)
ζωμός πολλῆς ἑψήσεως
ζωμός συμμεμειγμένος (με γάρο, κομμάτια ψωμιού, κομμάτια παστών κρεάτων ή με κρασί, ξίδι, μέλι, λάγανον ὀπτόν, λαγανοφακή, λαχανικά, μπαχάρια κυρίως κύμινο, φακή)
ζωμός χοχλιών (με άνηθο, λάδι, κρασί, γάρο)
ἥδιστον ὄψον
ἡδονή (τρώγεται μόνον ἡδονῆς ἕνεκα ή εἰς ἡδονήν)
ἡδυμελής
ἡδύνω
ἠδύνω ἀφέψημα δι’ ἐλαίου ἢ γάρου ὡς καὶ πεπέρεος
ἡδύνω ἀφέψημα καθεψημένων (με γάρο, λάδι, πιπέρι)
ἡδύνω ζωμό ή ἀφέψημα κοχλιῶν (με γάρο, λάδι, πιπέρι)
ἡδύνω τον ζωμό (ή αφέψημα) ὀστρακοδέρμων (με λάδι, γάρο, πιπέρι)
ἡδύοσμος
ἥδυσμα
ἥδυσμα (ἐπισμιγέν ή μιχθέν ή σμιγόμενο με εδεσματα)
ἥδυσμα (με αλάτι, άνηθο, γάρο, έμβαμμα-σάλτσα, θρούμπα, κρασί, κόλιαντρο, κύμινο,λάδι, λίπη, ξίδι, πράσο, βλ. και πιο πάνω σχόλια)
ἥδυσμα τὸ ὄψον
ἡδύσματα κρεάτων
ἡδυσμάτων ἀγγεῖα
ἡδύτης
ἡδύκρεως
ἡμίεφθος
ἡμίωμον ἔτι ἄβραστον
ἦπαρ
ἧπαρ χηνῶν (χήνειον ἧπαρ) και νησσῶν
ἥπατα χήνεια περισπούδαστα
ἥπατος, ἧπαρ (μαζός)
ἠριγέρων (μαρτιάκος)
ἠρτυμένη μαγειρία
ἠρτυμένος ἐλαίῳ
ἡψημένον
ἡψημένος
ἡψημένος σὺν κοριάννῳ
θαλάσσιος καρκίνος ή πάγουρος
θερμόν
θερμόν (αφέψημα, νερό, ρόφημα)
θερμόν ποιῶ
θερμός
θερμοσποδιά
θηριακός
θορός
θριδακίνη
θρίδαξ
θρίδαξ (ἄγριος, ἥμερος, νόστιμος, πικρά, ὀρεινός, ὑπόπικρος)
θρίον
θρῖον (με αυγά, γάλα, γάρο, εγκἐφαλο, λίπος, μἐλι, όρυζα, σεμίδαλη, χόνδρο)
θρίσσα
θρύμμα
θρύμματα
θυία
θύννα-τόννος
θυννόκομμα (ἄσπαρτον, ἄξυστον, σαχνόν, ἄπλυτον, καπνισμένον)
ἰγδίον
ἴντυβον
ἴντυβον (ἄγριον, κηπευτόν, ξηρόν, ὑγρόν, ὑπόπικρον)
ἰουλάριον, ἰούλαρος
ἱππομάραθον
ἵππουρος
ἰσικός (σολομός)
ἰσικός, esicium
ἴσοξ - esox
Ἴστρου ἰχθύες
ἴτριον
ἰχθεῖς (ἀλιπεῖς, ἄχυλοι, ἀχυρώδεις)
ἰχθύδιον
ἰχθύες ἀρτιδίοις ἐνωπτημένοι
ἰχθύες θαλάττιοι, πελάγιοι, λιμνώδεις, ἰλυώδεις, ποτάμιοι, οἱ ἐν ποταμοῖς καθαροῖς, οἱ ἐν θολεροῖς, οἱ ἐν ἀνηνέμοις τόποις διαιτώμενοι, οἱ μικροὶ ἰχθύες, οἱ κητώδεις καὶ μεγάλοι, οἱ ταριχευτοὶ/ταριχευόμενοι ἰχθύες
ἰχθύς (ἁπαλός, ἁπαλόσαρκος, ἔγχυλος, εὔτροφος, εὐφυής, λειψαξούγγιος, λεπτός, μεγάλος, μέσος, μικρός, πιμελής, πίων, τρόφιμος, ὑπερλιπής, χαῦνος)
ἰχθύς (γλυκύκρεως, μελιηδής, νόστιμος, πολύκρεως)
ἰχθύς (ἐγχώριος, θαλάσσιος, θαλάττιος, θυννώδης, λιμναῖος, ποτάμιος, ποταμίσιος)
ἰχθὺς θαλάσσιος
ἰχθὺς παμμεγέθης
ἰχθύων κατεσκευασμένα καὶ κατηυτρεπισμένα τεμάχια
Κάβειροι• καρκίνοι
καθαίρω
καθαίρω πυροὺς
κάθεφθος
καθέψω
καθέψω (αρνίσια κρέατα, δελφάκια, εγκέφαλο, κράμβη, κρέατα εριφείων, κύαμο με πτισάνη, κύαμο αξεφλούδιστο μέσα σε οξύκρατο, λιπαρά βόεια κρέατα, κρέατα τετραπόδων, όρνιθα, σταφυλίνο, πόδια, φακή, χήνα)
καθηδυσμένος
καθηδυσμένος μετὰ παραρτυμάτων
καθηψημένος
καίω
καίω φαγητό
κακαβιά
κακάβιν
κακκάβη
κακκάβιν-λέβης
κακκάβιον
κακοχυμία πράσων
κακόχυμος
κάκτος
καλαμάρι
καλαμἀριον παραγεμιστόν
καλαμαρίτσιον
καλίτσα (αμάραντος)
καλλίων
καλῶς ἐψηθείς
καμήλα
κάμμορος
καπνίζω
καπνίζω (κρέας, μαγειρεία, όσπριο)
καπνίζω –θύω
καπνίζω-μαγειρεύω-ψήνω
καπνισμένος
καπνιστός
καπνιστός- καπνισμένος (κρέας, θύννα, θυννόκομμα, σκουμπρί, ψάρι)
καπόνι
κάππαρις ἐξ ἅλμης
κάππαρις ταριχευθεῖσα
κάπρος
κάπρος (ψάρι)
καραβίς
καρδία
καρίς
καρκινάς
καρκίνος
καρναβάδι(ο)ν, καρνάβαδον
καρναβάδιν=αγριοκύμινο
καρπός κάππαρης
καρτόν-καρτά (κομμένα πράσα και κρεμμύδια)
καρυκεία
καρύκευμα
καρύκευσις
καρυκευτής
καρυκευτικά (βρώματα και πόματα)
καρυκευτικαῖς εὐωδίαις κεράννυνται
καρυκευτική
καρυκευτόν-καρυκευτά (κινάμωμον, καρυόφυλλον, κόλιανδρος, πιπέρι, στάχος)
καρυκευτός
καρυκευτός-καρυκευτά (ζέματα, ζωμός, κρέατα)
καρυκεύω
καρυκεύω (συνταράσσω, αναδεύω)
καρυκεύω με χρώματα και αρώματα
καρυκεύων
καρύκη
καρύκη (κοιλία παραγεμισμένη ή αρτυμένη με τυρί)
καρυκοποιῶ
καταθρύβω
καταμαγειρεύω (πρόβατα, ὑπήκοον)
καταμαγειρεύω λιπαρά πρόβατα
καταμαγούλα σύγγλωσση
καταμίγνυμι ἅλατι
καταπάσσω λεπτοῦ ἀλφίτου
καταπλάσσω
καταρροφώ αχινούς
κατασκευάζω
κατασκευάζω (ἄριστον)
κατασκευάζω ζωμούς καρυκευτούς
κατασκευάζω ἡδονήν
κατασκευάζω ὄρυζα
κατατέμνω
καταφλέγω ἄνθραξι
καταχυσμάτιον
κατερεικτός
κατζίκιον
κατοπτῶ
κατσικάκι γεμιστό (παραγεμισμένο με σκόρδο, κρεμμύδι, πράσο και περιχυμένο με γάρο =haedum pinguem
καυκίον
καυλός
καυλός κάππαρης
κέγχρος
κέγχρος (αφέψημα αντίδοτο)
κεκραμένος με μέλι χυλός
κεστρεύς
κεφαλή προβάτου
κεφαλήν ὄνου λειψόμενοι
κεφάλι κρομμυδίου
κεφάλι σκορόδου
κέφαλος
κέφαλος (αβγάτος, τρισπίθαμος)
κέφαλος (δύσπεπτος, βαρύς, ἰχωρώδης, ναυτίας ποιητικός)
κέφαλος τηγάνου
κέφαλος τρισπίθαμος ἀβγάτος ἐκ τὸ Ῥήγιν
κηπευτός
κηρύκιον, κήρυξ
κῆτος (δυσανταγώνιστον, μεγάλον, παμμεγέθες)
κητώδης ἰχθύς (δύσπεπτος, παχύχυμος)
κιβώριον
κιβώτιον
κιθαργός
κιθαργὸς μεταξύ εὐχύμων καὶ κακοχύμων
κιθαργὸς ὀπτούτσικος και ἀκέραιος
κιθαργὸς πασμένος με γάρος καὶ καρναβάδιν
κινάρα
κινάρα (ἀκανθώδης, δυστόμαχος, κακόχυμος, ξυλώδης, τατάρα)
κινάρα (βραστή-ψημένη τρώγεται με γάρο, λάδι, κορίαννο)
κισσύβιον (ὑέλινον, φοινικίζον)
κιχώριον, κιχόριον
κνήμη γερανού
κνίδη ή ακαλήφη (θαλάσσια, χερσαἰα)
κνιπός
κνίσα
κνισώδης ὀσμὴ
κόγχη
κοιλία βοῶν
κοιλιά χήνας μαγειρευμένη με ίντυβα
κοιλία-γαστήρ (ἠρτυμένη, γεμιστή με τυρί, αυγά, γάλα, λαρδί, χοιρινά κρέατα)
κοιλίαι πτηνῶν
κοιλιοπρήστης
κοκκίον καππάρεως
κόκκος, κουκκίον
κόκκυξ
κολέτα κρομμύδια
κολιός (αίμα και εντόσθια για γάρο)
κολιτσάνι, κολιτσἀνος
κόλλοψ παχύ δέρμα αυχένα βοδιών
κόλλυβα
κόλλυβα (με ἀμύγδαλα, ῥοΐδια, καρυδοκουκουνάρια, καναβούριν, φακὴ στραγαλοσταφίδα)
κολλύρα, κολλούρια, τὰ λαλάγγια
κολλύρα-κολλούριον
κολλυρίζω, τὸ τὰς λαλάγγας τηγανίζω.
κολλώδης
κολοκάσιον ἢ μανζιζάνιον
κολοκύθια
κολοκύθια τρώγονται (με παστά ψάρια ή κρέατα, με γάρο, ρίγανη, ξίδι)
κολόκυνθα (γλυκεῖα, πικρά)
κολόκυνθα ἀγρία σικύα
κολοκύνθα ἐν λοπάδι μετὰ ταρίχους
κολοκύνθα ἐφθή, ἐκζεστὴ
κολόκυνθα κρίνον
κολοκύνθα με κυδώνια
κολόκυνθα μετὰ ζωμοῦ κρεῶν ἑψωμένη ἡ δὲ κατὰ μικρὰ διαιρουμένη καὶ συνεψωμένη
κολοκύνθη ἐν θερμοσποδιᾷ ὠπτημένη
κολοκύνθη μετὰ νάπυος ή μετά τινος ἁλυκοῦ προσενεχθείη
κολοκύνθη ὀπτηθεῖσα καὶ ταγηνισθεῖσα
κολοκύνθη ψημένη σε θερμοσποδιά
κολοκύνθια μετὰ ὄξους
κολοκύνθιν με χοιρινό
κολοκύνθιον ὄξους
κολοκυνθίς
κολόκυνθος Ἀλεξανδρῖνος, Ῥωμαῖοι κουκούρβιτα
κολοκύντης σάρκα ξηραίνω
κολούλια, κορύφια
κομμάτια ψωμιού φουσκωμένα, μαγειρεία
κόνικλος
κοπροπαραγέμιστος λαπάρα
κορακῖνος ἰχθύς
κορδάκιον
κορίαννον-κόλιαντρο
κορυδαλλός (ἑψόμενος, λειούμενος)
κόρυδος
κοσμῶ χύτραν
κουρατωρεία βασιλική
κουρκούτη(ς)
κουρκούτης
κουρκούτιν
κούτζουλος
κοχλίας θαλάσσιος
κοχλίας-κοχλίος
κοχύλια με ξίδι
κράδαι συκῆς και κρέας
κράμβη
κράμβη (δίσεφθος, ἑφθή)
κράμβη (με αλάτι, ελαιόγαρο, πιμελώδες κρέας)
κράμβη θερινή (κακοχυμωτέρα τῆς χειμερινῆς)
κράμβη κατά της μέθης
κράμβη Φρυγίας με παστά χοιρινά
κραμβίν
κραμβίν (χιονάτο, χονδρό)
κραμβοφαγέω
κραμβοφάγος
κραμπίν
κρασάτος
κρέας ἀνάβραστον καὶ ἀναβράζον
κρέας με λάχανα και ίντυβα
κρέας με σινάπι
κρέας με ψάρι
κρέας μόσχειον ἄνθραξι καταφλέγω
κρέατα πρόβεια (χλία, ὀπτά)
κρεοφαγία
κρῆθμον
κρήθμου καρπὸς καὶ φύλλα καὶ ῥίζα
κρίβανος
κριθάλευρον
κριῶν εὐνούχων ψαχνά
κροκάτη μαγειρεία
κροκάτος
κρόκος
κρόκος (ἀποφρακτικός, ἀφροδισιαστικὸς, διαφορητικὸς, εὐστόμαχος, θερμός, ξηρὸς, πολυαρκὴς, πολύχρηστος, ὠφέλιμος)
κρόκος ταῖς τροφαῖς παραμίγνυται
κρόμμυα (ἐκζεστά, καθηψημένα, ὀπτά, με στρείδια, μύδια, νεύρα, λάδι)
κρόμμυα ἑψηθέντα δίς, τρίς
κρομμύδιον
κρομμυδολέων
κρομμυδοφύλαξ
κρόμμυον
κρόμμυον ἑψητόν
κρομμύων (δριμύτης, κακοχυμία)
κρόμυα μιγνύονται (συνέψειν) ὅταν ἐν λοπάδι σκευάζεται κυάμων ἔτνος.
κρόμυα ὠμὰ τρώγονται με ἔτνος κυάμων
κτένια με ξίδι, οπό, κρασί ακράτο
κτένια της θάλασσας
κτένιον
κυάμινον ἄλευρον
κύαμοι (χλωροί, ξηροί, ὠμοί)
κύαμοι ἐρεικτοί
κύαμοι φρυγέντες ως τραγήματα
κύαμος
κύθρα σκορδάτ̣(ων)
κύθρα, κυθρίδιον, μονόκυθρον
κυθρίδιον
κυκεών
κύκνος
κύκνος (βιβλικές απαγορεύσεις, οὐ βρωθήσεται, μἠ ἐσθίειν κύκνον)
κύκνος (ὄψον μαγείρων τέχνης)
κύκνος (φαγητό βασιλέων και αρχοντόπουλων)
κύκνου ἁπαλούς νεοττούς (καθέψω σε λάδι)
κυμινάτον
κυμινάτον θερμόν ὔδωρ
κυμινοδόκη
κυμινοθέρμιν, κυμινόθερμον
κυμινοθήκη
κύμινον
κύμινον (άγριο, ήμερο, αιθιοπικό-βασιλικό, ελλαδικό-ελληνικό)
κύμινον τριπτόν
κυπρίνος
κωβιοὶ ἐψηθέντες ἕως ἂν τακῶσι
κωβιοί μικροὶ (λευκοὶ, ἁπαλοί, ἄβρωμοι, εὔχυλοι, εὔπεπτοι)
κωβιοὶ σὺν ὑδρελαίῳ καὶ ἅλατι ἐψηθέντες
κωβιοί χλωροὶ (ξηροί καὶ ἀλιπεῖς)
κωβιός
κωβιός (πετραῖος, ὁ κατὰ τοὺς ψαμμώδεις αἰγιαλοὺς ἢ τὰς πέτρας καὶ ἀκτάς)
κωβιός (τρυφερός, τρυφερόσαρκος)
κωβιὸς ἀσπαίρων
κωβιός με σινάπι -μουστάρδα (διὰ σινηπίου)
κωβιός πετραῖος (ἄριστος εἰς ἡδονήν)
κωβιός χείριστος (ὁ δὲ ἐν τοῖς στόμασι τῶν ποταμῶν ἢ λίμναις οὐδ’ ἡδὺς, οὔτε εὔχυμος οὔτ’ εὔπεπτος)
κωδύα
κωλήν
κωληνάριον (μηρῶν ἐξῃρημένον)
λαβράκιον
λαβράκιον μεγάλον
λαγανοφακή (λάγανο οπτό σε ζωμό όρνιθας, με κρασί, κύμινο, άνηθο ξερό, γλυκάνισο, κρεμμύδια)
λαγομαγείρε(υ)μα τὸ λέγουσιν κρασάτο
λαγός με πιπεράδες
λαγός με χοιρινό
λαγού σάρκα όμοια αλεπούς και σκύλου
λαγωός
λαθύριον
λάθυρος, λαθύριον
λαλάγγιον
λαπάρα
λαπαριμαῖος
λαρδήν
λάρδος
λάρδος ἀπόκτιν
λασταυροκάκαβον
λαύραξ
λαύραξ (μέγιστος, πίων)
λαχανᾶς, λαχανεύς, λαχανευτής, λαχανοαγοραστής, λαχανοπῶλις-λαχανοπώλισσα, λαχανοπωλήτρια, λαχανοπράτης, λαχανουργός
λάχανον
λαχανοντολμάς, λαχανοσαρμάς
λαχανόπιτα
λέβης
λέβης αγάνωτος (ἰὸς τοῦ λέβητος)
λεβουδιά ή λουβουδιά
λειόω
λειψαξούγγιος τσίρος
λεκάνη ἑψητῶν
λέκιθος ή λέκυθος
λελέγγιον
λεπάς-πεταλίδα
λέπια (με τα λέπια ψημένος, λεπίδι ὀπτώμενος)
λεπτολάχανα
λεπτύνουσα δίαιτα
λευκό περιστερόπουλο
λευκοκράμβη
λευκόσκαρος
λιβύσιον
λιπαινόμενος
λιπαίνω
λιπαρά κρέατα προβάτου-κριού
λιπαρόν προβατικόν
λιπαρὸν προβατικὸν ἀπὸ τὸ μεσονέφριν
λιπαρός (κρέας, μαγειρεία)
λίπος αίγειο ή τράγειο (μετὰ στέατος αἰγείου ἢ τραγείου) ψήνεται στο χυλό ρυζιού ή χόνδρου
λίπος χοιρινό (στέαρ χοίρειον) με όσπρια και λαχανικά
λοβός
λοπάς
λουκάνικα (σαλσίκια) με σινάπι
λουκάνικον
λυκόσκορδον
λωτός
μάγειρας
μαγειρεία
μαγειρεία ὄσπριον μετά καρύου τριπτοῦ
μαγειρεῖον
μαγείρευμα
μαγειρευτός (έδεσμα, εδέσματα μαγειρευτά περιττεύσαντα, λάχανα=χόρτα, όσπριο)
μαγειρεύω
μαγειρεύω (αγιοζώμιον, άγριο λάχανο=χόρτο, έδεσμα σπαστρικό, κρέατα, κριάρι, όρνιθα, περιστέρι, πισσάριον, πρόβατο, φάβα, ψάρια)
μαγειρεύω (κρέας, ὀψάριον)
μαγειρεύω ἀκρόπαστον ἀπάκιν
μαγειρεύω σὺν πάσαις ἀρτυσίαις
μαγειρία
μαγειρία ὄσπριον μετὰ καρίου (ή καρύου) τριπτοῦ
μαγειρική
μάγειρος
μάγειρος (ἄκρων-ποδῶν, ἐγκεφάλου, γλώττης)
μάγειρος (αρχιμάγειρος, βασιλικός, γυναίκα μάγειρος, ευνούχος, Ινδός, μαΐστωρ μαγείρων, μοναστηρίου, οικιακός, παλατίου,παρασκευάζων βρώματα, Σκλαβῆνος)
μάγειρος ἔμπειρος ἀρτύσεων καὶ ζωμευμάτων
μάγειρος ἐντέρων
μαγείρων τέχνη
μαγερειάκιν
μαγέρευμα
μαγερία
μαζέας
μαζιζάνιον μαντζιντζάνιον, ματιζάνιον
μαζός
μαινίς
μαϊούλι
μαϊούνιον
μαλάβαθρον
μαλάκιον (καλάθι) γεμάτο κάππαρη
μαλακόσαρκα-μαλάκια
μαλακόστρακον
μαλάχη (ἀγριολάχανον, γλίσχρον, παχύχυμον)
μαλάχη ἑφθὴ (ἐσθιομένη με γάρο και λάδι)
μανζιζάνιον
μανιτάρι στην οξινόγλυκο κροκάτη μαγειρεία
μανιτάρια με απίδια
μάραθον (καρπός, ρίζα, χλωρόν)
μάραθον (με λαχανικά, μοσχαρίσιο κρέας, με κουκιά, ρεβίθια, με πτισάνη)
μάραθον και μάλαθρον
μάραθον σε οξάλμη
μάραθρον
μαρούλ(λ)ιον
μασθοί, μαστάρια
μαστομαγερεία
ματζάνα
ματιτάνιον
μείζων
μελάνι σουπιάς (μέλαν, θολός)
μέλι (σε λαλάγγια,πλακοῦντες, σε πλάκα για ψήσιμο)
μελικύμινον
μελιντζάνιον
μεμαγειρευμένος
μεσοϋπόκοιλον μουρήνας
μεταβάλλω τὰς τροφάς (χυλοποιῶ, ἐξαιματῶ, ἀτμίζω)
μεταλάττω ὀβελόν
μεταπλάττω
μεταπλάττω (ψάρια σε όρνιθες και όρνιθες σε ψάρια)
μετρία ἕψησις
μηλοπλακοῦς, μηλοπλακούντιον
μηρῶν ἐξῃρημένα κωληνάρια
μήτρα
μιγνύω
μίσσος δι' ὀσπρίου
μόνεφθος
μονθύλευσις
μονθυλευτή κοιλία
μονθυλευτός
μονοκυθρίτσιν
μονόκυθρον
μονόκυθρον (με αυγά, κρασί, κρεμμύδια, λάδι, κραμβίν-λάχανο, πιπέρι, σαχαλτίκιν-χαβιάρι, σκόρδα, τυριά, ψάρια παστά)
μονόκυθρον (με λαπαριμαῖα, παστά κρέατα)
μονόκυθρον παχύ
Μονοχυτράς
μοσχαρίου κρέας καθ’ ὑπερβολήν ἑψήσας
μόσχειος
μουλίον
μουρζοῦλιν
μουρήνα
μουστακάτον τριγλίον
μούτες, τσιτσίραβλα
μουχρούτινος ἀπαλαρέα
μπαρμπούνι
μπρουδάτον
μύακες ή μύες θαλάσσιοι
μύακες-μύδια
μύδια (τρίτο πιάτο στην μοναστηριακή τράπεζα ἐξ ὀστρείων καὶ μυδίων καὶ νεύρων καὶ κρομμύων, τὰ πάντα ἐλαίῳ ἠρτυμένα)
μυελός ὀστῶν
μυελός ράχεως (νωτιαῖος)
μυελὸς τῆς κεφαλῆς, ἐσθίειν αὐτὸν μετὰ πεπέρεως ἢ σινάπεως
μύλλος (ἰχθύς)
μυξάρια καθηψημένα
μυξάριον
μυττωτός
νάπυς
νάρκη
ναστός ἄρτος ὁ ζυμωθεὶς μετὰ μέλιτος καὶ σταφίδων
νεαλής
νεῦρον ζώου
νεῦρον θαλάσσης ή θαλάσσιον
νεῦρον τρίτον βρώμα (ἐξ ὀστρείων καὶ μυδίων καὶ νεύρων καὶ κρομμύων, τὰ πάντα ἐλαίῳ ἠρτυμένα)
νεφροί
νόστιμος
νόστος
ντολμάς
νῶτοι βοείων κρεῶν διαχαλώμενοι λέβησι
ξηραίνω πισσάριον
ξηρόζεμα (με γαρύφαλλο, κανέλα, μέλι, πιπέρι, στάχο, στύρακα)
ξηρόν πισσάριον
ξηροπιτύριον
ξηροφαγῶ
ξιδάτος
ξιφίας
ξιφιοτράχηλος
ξοῦθρος
ξύλοις
ξυστόν βουλγαρικόν ὀψάριν
ὀβελίσκος
ὀβελίσκος ἐπ’ ἀνθράκων ὀπτηθείς
ὀβελός
ὀβελός ὑπὲρ πυρὸς
οβελός χρισμένος με κερί
ὄζω σκορόδου
οινόμελι
οἶνος, οινοποσία, πρότροπος
οἰνούττα-μουστόπιττα
ὄις
ὀλιγόχυλος
ὁλόσκορδον
ὀμύδιον
ὄναγρος
ὄνειον κρέας
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὄνος
ὀξάλμη
ὀξέλαιον
ὀξινόγλυκος
ὀξινόγλυκος κροκάτη μαγειρεία
ὀξινόγλυκος κροκάτη μαγειρεία (ἔχουσα στάχος, σύσγουδον, καρυόφαλον, τριψίδιν, ἀμανιτάριν, ὄξος τε καὶ μέλιν)
ὀξινόγλυκος κροκάτη μαγειρεία (με στάχος, σύσγουδον, καρυόφαλον, τριψίδιν, ἀμανιτάριν, ὄξος τε καὶ μέλιν, φιλομήλα, κέφαλο καὶ συναγρίδα)
ὄξος
ὄξος καὶ μέλιν
ὄξος, όξάλμη
ὀξύβαφον
ὀξυγαρίζειν
ὀξύκρατον
οξύμελι
ὀξύμελι ἔμβαμμα προβάτων
ὀξυστός
ὀξῶδες λαρινὸν τεμμάχιον (κρέατος ή ψαριού)
οξωτά πτηνά
οξωτοί ιχθύες
ὀξωτός
ὀπός
ὀπός συκῆς
ὀπτανεῖον
ὀπτάω
ὀπτάω ἄνθραξι, πυρί, τηγάνῳ
ὀπτημένος
όπτηση κρεάτων αλειμμένων με μέλι και οινόμελι
ὄπτησις
ὀπτόμινσος
ὀπτόν ζέμα
ὀπτός
ὀπτὸς ἄνευ ἁλῶν
ὀπτός ἐπ’ ἀνθράκων
ὀπτούτσικος
ὀπτούτσικος με γάρο
ὀπτῶ
ὀπτώμενος ἐπὶ ὀβελίσκων
ὀρίγανον, ὀρίγανος (κολοκύθια με ρίγανη)
ὀρίγανος
ὄρμενα ἀσπαράγων
ὄρμενον
ὄρνιθες ὄρειαι, ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν ὑψηλοῖς χωρίοις, τῶν ἀγρῶν,ἐν ταῖς πόλεσι, κατὰ τὰς ἐπαύλεις, κατὰ τοὺς πύργους
ὄρνις ἑφθή
ὄρνις οἰκιδία
ὄρνις ὠνθυλευμένη (οξωτή- μαριναρισμένη σε κρασί και γεμιστή με αμύγδαλα)
ὀροφάσουλον
ὀρτυγομήτρα
ορτύκια επικίνδυνα λόγω κατανάλωσης ελλεβόρου
ορτύκια με κέγχρο
ορτύκια οπτά με οξύμελι, ὄρτυξ (κεφαλή και πόδες ψημένα)
ὄρυζα
ὄρυζα μετὰ γάλακτος κατασκευαζομένη καὶ σὺν σακχάρῳ
ὀρύζι(ο)ν
ὀρύζιν μὲ μέλι
ὀρύζιον ἄνευ ή μετά σαχάρεως
ὀρυζίτης πλακοῦς
ὀρυκτός
ὄρχεις
ὀσπρ(ι)εοφαγέω
όσπρια με σινάπι
όσπριο με κάρυον τριπτό
όσπριο με μέλι
όσπριο με ξίδι
όσπριο με χοιρινό λίπος (στέαρ χοίρειον)
ὀσπρίοις δὲ καὶ λαχάνοις στέαρ χοίρειον ἐμβάλλεσθαι τῷ ἀποζέματ
ὄσπριον
ὄσπριον καπνίζει και παρακαίει
ὀσπριούτσικον
ὀσπριοφαγία
ὀστράκιον
ὀστρακόδερμα
ὀστρειδομυδίτσια
ὄστρειον
ὄσφρησις
οὐρά
ὀφιοσκόροδον ἄγριόν σκόροδον
ὄφις ἡδύς
ὄφις θαλάττιος
ὄψα πασπαλισμένα (παττόμενα) με αλάτι βουνού
ὄψα πάτττω
ὀψάρια παστά
ὀψάριον
ὀψάρτυμα
ὀψαρτυσία
ὀψαρτυσία ἐφευρίσκω
ὀψαρτυσίαν ἰχθύος καταλέγω
ὀψάρτυσις
ὀψαρτυσίαν καταλέγω
ὀψαρτυτής
ὀψαρτυτική
ὄψον
ὄψον δι' ὀσπρίου
ὄψον ἐκ κράμβης
ὃψον ποντικόν
ὅψον σεμνόν
ὀψοποιητική
ὀψοποιός
ὄψων ἥδιστον
πάγουρος-παγούρι
παλαμίδα-πηλαμύς
παλαμίδες (βρομισμένες ποταπὲς, σαχνὲς)
παλαμιδόκομμα
παμμεγέθης
πανδαισία
πανδοχεῖον
παξαμᾶς ή ἀπαξαμᾶς
παξιμάδια κυπρίνου
παξιμάδιον
παραγεμισμένο κατσικάκι (suffarcinatum με σκόρδο, κρεμμύδι και πράσο)
παραγεμισμένος
παραγεμιστό καλαμάρι (σακτή τευθίς)
παραγεμιστόν
παραγεμιστός σωλήν
παραγεμιστός, παραγεγεμισμένος
παρακαίω
παραμίγνυμαι
παραμίγνυμι με μέλι
παραμιγνύω
παραπλησίως (έχιδνα όπως το χέλι)
παράρτυμα
παραρτύω
παραρτύω ἡδέως
παρασκευάζοντες βρώματα
παρασκευάζω
παρασκευάζω ἰχθῦν
παρασκευάζω ὄψον
παρασκευή
παρατίθημι ὄψον
παρόψημα
πασπαλάς (λιπαρός, παραγεμισμένος)
πασπαλάς (παραγεμισμένος)
πασπαλάς παραγεμισμένος
πασπαλάτος
πασπάλη
πασπαληφάγος
πασπαλίζω με ορυκτό αλάτι
πασπαλισμένος με ορυκτό αλάτι
πάσσω -πασμένος
πάσσω ἅλατι
παστά ορτύκια
παστό
παστομαγειρεία
παστός
παστώνω
πατέλλη
πατσάς
παχνόω ἀλεύρῳ
πελωρίς
πέμμα ποιῶ
πέμμα, πόπανον
πέμματα ποιοῦντες
πεμπωβόλον
πεμπώβολον ἐργαλεῖον μαγειρικὸν
πενταδάκτυλον
πενταδάκτυλος(ὄστρεον)
πεντάρτυμα
πεντάσουβλον
πέρδιξ, πέρδικος σκέλος, περδίκων γένος
περέχυμα
περικαλλής
περιπλέκω
περιστερά (ἀγρία, βοσκάς, βρακκάτη, κατοικίδιος, λευκή, μαύρη, νομάς, ἐν πύργοις, ἐν ταῖς πόλεσιν,ὀρεινή)
περιστεραὶ αἱ διαιτώμεναι εἰς τοὺς πύργους, πυργίτης
περιστερόπουλο
περιστερών-columbarium
πέρκη
πετραῖος
πήγανος
πηκτή
πηκτός
πί(τ) α, πιτάρι(ον), πήτα
πικρά σπαράγια
πικρίς, πικρίδι(ο)ν
πιμελή
πιμελή χοιρεία
πιμελῶδες (κρέας)
πιμελώδης
πινάκιον μέγα
πινακίσκος
πίννα
πιπέρι
πιπεροκύμινον
πίσ(σ)ος, πῖσ(σ)ον, πίσον,πισσάριον
πισσινοῦν ὄσπριον
πίσσος
πίσσος-πισσάριον (αὖχος, ὦχος, αρακάς, μπίζος, μπιζέλι, μαναρόλι)
πιστάκιον, φιστικιά
πιστόγρουτον
πίστος
πιττούτα
πιττυρούτης
πλακιστή
πλακουντήριον τήγανον
πλακούντια διὰ [τοῦ] τυροῦ σκευαζόμενα
πλακοῦς
πλακοῦς διὰ λαχάνων
πλακοῦς ὁ μετὰ σταφίδων πεπεμμένος
πλάξ (λαλάγγια ποιῶ ἐπὶ πλακός οὐ μετὰ ἐλαίου ἀλλὰ μἐλιτι τὴν πλάκα ἐπιχρίων)
πλατσέντα, placenta
πλέκω ἔντερα
πλευρές παχυλαρδάτες
πληρῶ ἔντερον
πλοκὴν τῶν ἐντέρων ἐντεροπράτης
πλύνω χόνδρον
πνεύμονες
πνίγω- ὀπτῶ
πνικτὰ ὠά (με γάρο, λάδι, κρασί)
πνικτόν (ζῶον, ὠόν)
πνικτός
πόδες προβάτου
ποδοκέφαλα
ποδοκέφαλα ὀιῶν ή προβατικῶν
ποιός (βάρακος ἰχθὺς)
ποιῶ (θερμόν, ροφήν, πόμα)
ποιῶ βρώματα
πολτάριον
πόλτημα
πολτός
πολυτελής ἀπόλαυσις, παραμίγνυμι (ὀψαρτυτικήν, μαγειρικήν με φιλοσοφία)
πολύχυλος
πόμα
ποντικός κύαμος
πορφύρα
ποτάμιος καρκίνος ή πάγουρος
πράσα καὶ ἀμπελόπρασα δὶς ἐκζεσθέντα ἀποτίθεται δριμύτητα και κακοχυμία
πράσα με κρέας
πρασόζεμα
πρασομάρουλον
πρασομόλοχα
πρασοφαγέω
πρασοφαγία
πρῆστις
προαπαφρίζω
προαφέψω
προβατείων και βοείων κρεῶν
προβρέχω
προβρέχω και προέψω (κρέατα, όσπρια, ξηρούς καρπούς)
προβρέχω κρέατα σε αλατόνερο και θυμάρι
προδιαβρέχω
προδιαβρέχω κριθή-πτισάνη
προεκζέω
προεκζέω (ὄστρεα)
προεσθίω (αχινούς με οινόμελι και γάρο)
προέψω
προέψω (κρέατα, λαχανικά, όσπρια)
προέψω σε πότιμον ὕδωρ
προζεννύω
προσανοιδίσκω
προσεπιπάττω
προσεπιπάττω (θυμάρι, λάδι, ξερό δυόσμο)
προσεπιρραίνω
προσέψημα
προσέψημα ταριχευτόν μιγνύμενον με όσπρια ή χόρτα ή ἀθηρώδει χυλῷ
προσκαίω
προσκαίω πῶμα χύτρας
προσόψημα
προσφάγιον
πτερύγια (φτερούγες πτηνών)
πτερύγια χηνών εύπεπτα
πτισάνη
πτισάνη (κρέα άρνῶν ἐν πτισάνῃ)
πτισάνη (κρέα τρυφερὰ χοίρων ἢ ἐρίφων ἢ ἀρνῶν ἐν πτισάνῃ τεθειμένα)
πτισάνη(με άνηθο, αλάτι, έψημα-σίραιον, κύμινο, λάδι, μέλι, ξίδι, πράσο, φακή-φακοπτισάνη)
πτισανιστί (ο τρόπος μαγειρεύματος της πτισάνης)
πτισσάνη
πτίσσω κριθάς
πτιστέος
πτύχιον
πῦρ μαλακόν
πῦρ πρὸς ὄπτησιν
πυργίτης
πυργίτης καὶ τρωγλίτης στρουθίον, τοῖς ἐν τοῖς τείχεσι τῶν πόλεων
πυρὶ μαλακῷ προσομιλῆσαν πρὸς ἕψησιν
πυρί… ὑποκαιόμενον ξύλοις
πυρρακίζω
πυρρίς, πυροῦντες
πώμα χύτρας όπου ψήνονται όσπρια καλυμμένο με λίπος (σταιτί)
πωμάζω κακκάβα με αυγά
ράχη λαγού
ρεβίθια με λάχανο και σέλινο
ρέγκα
ρίζα
ρίνα-βιολόψαρο(Squatina squatina)
ροφή
ῥόφημα
ῥόφημα ἀπὸ ἀλεύρων παντοίων
ροφητός
ρύγχος χοίρου
ρύζι με στύφοντα απίδια και κυδώνια
σακτός
σάκχαρον
σάλτζα μετά σκόρδων
σάλτζα μετά σκόρδων και εἰδῶν ή χυμῶν δριμυσσόντων
σαλτζάριον
σαλτζερόν
σαπέρδη
σαπέρδης (τάριχος, ποντικόν ὄψον, φαῦλον και ἀκιδνὸν ἕδεσμα)
σαπέρδης(τάριχος, γόνδη, τάριχος συός, ὓεια τεμάχη, χορδή)
σαπέρδης(τεταριχευμένος, άφύα, ἔγγραυλις, κορακῖνος ἰχθύς, πέρκη, σαῦρος)
σαπερδίς
σαπρός ἠ σεσαπρωμένος τάριχος
σαργός οπτός και ξιδάτος
σαργός τηγάνου
σάρδα
σαρδέλα
σαρδίνη-σάρδινος
σαρμάς
σάρξ λάβρακος στα τραύματα
σαχαλτίκιν-χαβιάρι
σαχαροπλακοῦς
σελάχιον
σελάχιον, σαλάχιν -θαλασσία τρυγών
σέλαχος
σελινοπρασορέπανα
σεμίδαλις
σέρις (ἀγρία, ἔμπικρος, ἥμερος, κηπευτή)
σέρις (αγριοράδικο, ραδίκι βουνού)
σέρρεις, σείρικα, πικρίδες
σεύτλο με σινάπι
σευτλομόλοχον
σεύτλον
σευτλόφυλλα ἑψητά
σηπία
σηπία ὠνθυλευμένη
σησαμάτον
σησαμοῦς, πάστελλος
σικύα
σίλφιον
σίναπις
σίνηπις
σῖτος ἑφθός
σκαρικά
σκαρολάχανα
σκαρολάχανον
σκατοφάγος
σκέλος πέρδικος
σκευαζόμενος
σκευάζω
σκευάζω (διὰ κυμίνου ἐσκευασμένος)
σκευάζω (κατα-ή παρα) ζωμούς
σκευάζω -ἐσκευασμένος (μύδια)
σκευάζω αἷμα
σκευάζω ὄψον
σκευάζω πολτόν ή χυλόν
σκευασία
σκευασία (αλατιού, βρώματος, εδέσματος, ζυμαριού-αλεύρων, κολοκύνθης, κράμβης, κρέατος, κυδωνιού, μονονθυλεύσεως-ονθυλεύσεως, μυδιών, οσπρίου, όψου, πτισάνης, στρειδιών, φακής)
σκευασία (μοχθηρά, περιττή, πολλοί τρόποι σκευασίας), σκεύος, τέχνη μαγείρων )
σκευασία κολοκύνθης (μοχθηρά, πολλαί σκευασίαι)
σκευασία κράμβης
σκευασία πτισάνης (ἀρίστη, μοχθηρά, μοχθηροτάτη, καλῶς γινομένη, χειρίστη σκευασία, ὠμή)
σκεύασμα
σκευαστός
σκευή
σκεῦος
σκληρόσαρκα
σκολοπένδρα
σκορδαλατία
σκορδαλιά
σκορδάτον
σκορδόπρασον
σκόρδων πλέξαντες στέφανον
σκόροδα ἑφθὰ καὶ ὠμὰ καὶ καρυκευτὰ μετὰ ἀρωμάτων
σκόροδα ἑφθὰ σὺν ἐλαίῳ καὶ ἅλατι
σκόροδα ζέμα αὐτῶν πίνειν στάχει καὶ μέλιτι ἠρτυμένα
σκόροδα ὀπτὰ ἄνευ ἐλαίου
σκόροδα σὺν ἐλαίῳ τετριμμένα
σκόροδα χλωρὰ ἐσθίειν
σκοροδάλμη
σκοροδόζεμα
σκοροδόζεμα καρυκευτόν
σκόροδον (ἐκζεστόν, ἑφθόν, καρυκευτόν, ὁλέλαιον, ὀπτόν, χλωρόν)
σκόροδον σκαιὸν ῥόδον
σκοροδοφαγία, σκοροδοφάγος, σκοροδοφαγέω
σκορόδων ἐπέμβαμμα
σκορόδων καυλοί
σκορόδων ὑπότριμμα, σκορόδων σύντριμμα
σκουμπρί
σκουμπρί (αίμα και εντόσθια για γάρο)
σκουμπροπαλαμιδόπαστος
σκούμπρος-σκουμπρί παστό
σκουρδουμάς
σμύραινα
σοιλίγουρδα
σουβλίζω (πεμπωβόλων ὀργάνων τὴν φλόγα καλῶς ὑπερχόμενα)
σουβλίζω με πεμπωβόλα όργανα (διὰ πεμπωβόλων ὀργάνων τὴν φλόγα καλῶς ὑπερχόμενα)
σούβλισμα με πεμπωβόλο όργανο (διὰ πεμπωβόλων ὀργάνων τὴν φλόγα καλῶς ὑπερχόμενα)
σουβλιστός (surculo infiges)
σουγλιταρέα –σούβλα, χουρδουβελία
σπανάκιν
σπανάκιν, σπανἀκιος
σπανάχιον
σπαράγιον
σπαταλοκρομμύδης
σπλάγχνα
σπλήν
σποδός
σπόροι πεπονίου, ἀγγουρίου, κολοκύνθης καὶ σαρακηνοῦ
σταθευτὸν
σταίτινον φύραμα
σταφυλῖνος
στέαρ ίχθύων
στέαρ χηνῶν και νησσῶν
στέρνα βοῶν
στρόμβος
στρουθίον
στρουθίον μικρόν, στρουθίον μέγα (στρουθοκάμηλος)
στρουθοκάμηλος
στροῦθος, ἢ πυργίτης, ἢ τρωγλίτης
στρουθὸς, στρουθία, νοσσιὰ κυρίως τὰ τοῦ τρωγλίτου
στρύχνον κηπαῖον, ὑπνωτικὀν, μανικόν, ἁλικάκκαβον
στρύχνος
σύαξ
σύβαρις πολλή
συγκαθέψω
συγκόπτω κρόμμυα
σύες ὄρειοι και ἥμεροι
συκότι χηνών εύπεπτο (χηνῶν τὸ ἧπαρ)
σύλλαρδον
σύλλαρδον ἀκρόπαστον ἀπάκιν
σύλλαρδος μαγειρεία
συλλέγω κάππαρη
συμπίνω
σύμπλευρον
συναγρίδα
συναρτύω
συναρτύω (κυμίνῳ συναρτυμένος)
συνεκπιαστέος
συνεστίασις
συνέψεῖν ἀπίδια
συνεψόμενος με απίδια (κυδώνια, μέσπιλα)
συνέψω
συνέψω (γλυστρίδα με πτισάνη)
συνέψω (με κρέατα όρνιθας, πέρδικας, κοιλία χήνας)]
συνέψω (πτισάνη με χοίρειον κρέας, πόδες χοίρου)
συνέψω (ρεβίθια με ράφανον, σέλινον)
συνέψω (χέλι με τεύτλα)
συνέψω κρόμυα με όσπρια
συνέψω ορτύκια με κέγχρο
συνέψω πτισάνη
σύνθεμα
σύνθεσις
σύνθετα λάχανα
σῦς, ὗς
συφεός
συῶν τεμάχη ταριχηρὰ κυάμοις ἀλητοῖς συνεψόμενα
σφαῖρα (από σταίτινον φύραμα) γυρωθὲν ἑφθὴν ὄρνιν ἐθαλάμευεν εἴσω
σφο(υ)γγἀτον
σφογγᾶτον (ἀτμίζον, εὔνοστον, καλόν, κνιπόν)
σφουγγατερόν
σφουγγάτον
σχίνος
σωλήν (ὄστρεον)
τὰ τηγάνου
ταγηνιστός
ταγηνοκνισοθήρας
τάγηνον
ταγηνός
τακερόν κρέας με οπό ή φύλλα συκιάς
τακερός
τακερόω
τακέρωσις
τάκω-τήκω
ταραμάς
ταραξάκο
τάριχα κρέατα
ταριχεία
ταριχεία, ταριχεύω ὄστρεα, ταριχηρός
ταριχευμένος
ταριχευμένος-παστός
ταριχευτόν μιγνύμενον ἀθηρώδει χυλῷ
ταριχευτὸν ὄψον ὁ καλούμενος λάρδος ἢ τὸ ἀπόκτιν
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχεύω (σε ἀλμη)
ταριχεύω ἐν ἅλμῃ
ταριχεύω κάππαρη
ταριχεύω κῆτος
ταριχεύω κτένιον
ταρίχη
ταρίχη κητώδη
τάριχοι ἰχθύες Ὠξιανοί
τάριχος
τάριχος-τεταριχευμένος (ἀφύαι καλάμοις διειρμέναι καὶ τεταριχευμέναι)
ταχύζωμος
τελλίνα, ξιφύδριον
τεμάχη ταριχηρά
τεμάχιον ή μέρος ἰχθύων
τεμάχιον ή τέμαχος (συὀς, τεταριχευμένου ἰχθύος, ὓειον)
τερέβινθος, τέρμινθος
τέρμινθος-τσιτσίραβλα
τεταριχευμένον τέμαχος
τετράχυτρος
τετυρωμένος
τευθίς
τευθίς (δύσπεπτος, κακόχυμος, φυσώδης)
τευθίς (σακτή, γεμιστή με αμύγδαλα και κουκουνάρια)
τευτλοφακή
τέχνη ὀπτήσεως
τέχνη παρασκευής
τζήρος
τζούκα
τζουκάλιον
τζύρος
τηγανίζω
τηγανίζω σε ξίδι στέαρ χοίρειον
τηγάνισμα
τηγανίσματα με σινάπι
τηγανιστός
τηγανιστός με λαρδί (fritti nella padella chon lardo)
τηγανίτης
τηγανίτης (άρτος με τυρί στο τηγάνι)
τηγανίτης, ταγηνίτης
τήγανον
τήγανος
τηγάνου
τηγάνου ὠνθυλευμένος
τήθεον, τήθυον
τήλη ή τίλην ἕψω και ἀποζεματίζω
τἠλη-μοσχοσίταρο
τμήμα ή μέρος ύσκας
τοὺς πόδας αὐτῶν και τῆς κοιλίας τῶν βοῶν τὸ ἀπόζεμα
τράγειος
τράγημα
τράπεζα (αισθητή, λογική, συβαριτική)
τράπεζα (βασιλική, ἡλίου, μεστή ὄψων, τίθημι, φλεγμαίνουσα)
τράπεζα γεμάτη και λαμπρά
τράπεζα παρατίθημι
τράπεζα τίθημι
τραπεζονόμος
τραπεζοποιός
τραχανάς χόνδρος ἄλικος
τρεμιθθόσουπα, τριμιθθόπιττες, τριμιθιές ξιδάτες, τριμιθιές τηγανητές με αυγά.
τρεχέδειπνος
τρίβω
τρίβω χόνδρον
τρίγλα, τρίγλη, τριγλίς και τριγλίον
τριγλοβαρβοῦνι
τρικάκαβος
τριμιθιά, τσικουδιά. τσιτσιραβλιά, κοκκορεβυθιά
τριπίνακος μαγειρεία
τρίσεφθος
τριχεόθυ(η)ρον
τριχία, τριχίς, τριχέος, τρικέος
τρομητός
τρόφιμος
τρύβλιον
τρυφερόσαρκος
τρυφή ἡλιακή
τρυφηλός
τρύχνος
τρωγάλια
τρωγλίτης
τρωγλοδύτης (πτηνό)
τρώκτης (πέστροφα)
τρώξιμα
τσαγανός, τζαγανός
τσερδέλα
τσίκνα
τσικνώνω
τσικνώνω διὰ ψωμὶν
τσιλαδιά, τσίλιο ή τζίλιο
τσιπούρα, τσιππούρα
τσίρος
τσούκα
τσουκνίδα
τυρεψητός ζωμός
τυρί βουβαλίσιο με τεύτλα
τυρί δηλητήριο (venenum)
τυρί λιπαρωμένο στα λαχανικά (γούλες, λάχανα, σεύτλα)
τυρί σε ζωμό κρέατος
τυρί στο θρίον
τυρί στο μονόκυθρο
τυρίτσιν (βλάχικον, κρητικόν)
τυρόεις πλακοῦς, τυρίτης ἄρτος, τηγανίτης ἄρτος μετὰ τυροῦ ὀπτώμενος
τυρός εἰς πίσον μονιμώτερος
ὑγροφυής
Ὕειον αἷμα
ὑπερατμίζων
ὑπερευωχούμενος
ὑπερζεῖν μαγειρευόμενα ὄσπρια
ὑπερζέω
ὑπερόπτησις
ὑπεροπτῶ
ὑπερφυής (σμύραινα ή μύραινα, γόγγρος, μουγγρί)
ὑπηρεσία βρωμάτων
ὑπογλυκαίνω
ὑποκαίω
ὑποκοίλιον
ὑπόσφαγμα
υπότριμμα με τυρί
ὑπότριμμα, ὑποτριμμάτιον
ὗς (ἀμφίβιος, θαλάττιος, ποτάμιος)
φάβα
φαβάτιν
φαβάτινον ἄλευρον
φαβατίτσιν ἀλεστόν
φάβατον
φαγίον
φάγριον
φάγρος
φακές (που τρώγονται με γάρο, λάδι, ξίδι, κρεμμύδι)
φακές (ψημένες με δυόσμο ή τεύτλα)
φακή
φακὴ δὶς ἑψηθεῖσα
φακή και κράμβη
φακή με σεύτλο
φακῆς και κράμβης κ.ά. ἀπόζεμα
φακοπτισάνη
φακοπτισάνη (ἔδεσμα κάλλιστον)
φακός
φάσηλος
φασίουλος με νάπυ
φασούλι τρώγεται (με γάρο και οξύμελι, με μουστάρδα, φύτρα βρεγμένων φασουλιών)
φάσουλος(ἐρυθρός, λευκός, ὀροφάσουλον)
φάττα, φάσσα, φασιανός
φενούκλουμ, feniculum
φιλομήλα
φιλομήλα (κόκκινη, μεγάλη, τρυφερή)
φιλομηλίτσα
φρυγία κράμβη, φρύγιον λάχανον
φρύγια λάχανα με λιπαρό βουβαλίσιο τυρί
φρυγόμενα όσπρια
φρύγω
φρύγω ἐν ἄνθραξιν
φρύγω σὺν οἴνω
φρυκτός
φρυκτός-πεφρυγμένος
φύλλα κάππαρης
φύλλα κολοκασίου ταριχευμένα
φύλλο αμπέλου, ζύμης, λαχάνου, συκιάς
φύλλο ζύμης
φυλλολάχανον
φύραμα
φύτρον φασουλίων
φώκαινα-γουρουνόψαρο
χαβιάρι μαύρο σε καλάθια (ἐπὶ ἀρρίχων)
χαβιαροκαταλύτης
χαβιαροποῦλος
χαλκίον
χαλκίον (χύτρα)
χαλκίς(ἰχθύς)
χάλκωμα
χαρτοπιττοῦτα
χατζιροφαγοῦσα, χανζύρισσα, χαριντζίρισσα
χαψίον
χέλια μαγειρεμένα με τεύτλα
χέλια με τεύτλα
χελιδών-χελιδονόψαρο
χήμη
χιονιζόμενος ἰχθύς
χλιμίτζα
χλίος
χλούνης
χλωρός
χοίρεια μικρά ὁπτά
χοίρειον κρέας
χοίρειον στέαρ στα λαχανα (όσπρια, φακή, κουκιά)
χοιρινά με άλλα κρέατα
χοιρινά παστά αποθηκευμένα σε πήλινα αγγεία (πιθάρι, σταμνί)
χοιρινά τεμάχη με κουκιά
χοιρινό ἐκζεστόν
χοιρινό με κουκιά
χοιρινό με λάχανα και κολοκύθα
χοιρινό με πτισάνη
χοιρινό χλωρό
χοιρινομαγερέα
χοιρογρύλλιος
χοιρομάγειρος
χοιρομέριον
χοιρομουρίδα
χοίρος με οινόμελι
χοίρος οπτός με πιπέρι και σινάπι (μουστάρδα)
χοίρου κρέας (ἀρτύει κρέας έλάφου, ψήνεται με κρέας έλάφου)
χονδρίλη
χονδροπτισάνη χυλός κριθῆς-πτισάνης
χόνδρος
χόνδρος ζείας
χόνδρος με ηδύσματα
χόνδρος με στύφοντα απίδια και κυδώνια
χόνδρος ψημένος με άνηθο
χορδεύω
χορδή
χορδή μαγειρική
χορδοκοιλίστρα
χορταρίνα
χουρδουβελία (κοκορέτσι)
χρυσάφιον
χρυσή κεφαλή
χρυσόθεμις
χρυσολάχανα
χρυσολάχανον
χρύσοφος, χρύσαφος
χρύσοφρυς
χρῶμα κρόκου
χυλίζω
χυλοποιῶ
χυλός
χυλὸς από βρασμένο και ξεφλουδισμένο κριθάρι με μέλι
χυλὸς κωβιῶν
χυλός λαχάνων (κιχωρίου, κρομμύου, πράσου, σέρεως)
χυλός οπώρας (μήλων, κυδωνίων και κίτρου, σταφυλιού)
χυλός ὀρύζης
χυλὀς πράσου
χυλός φύλλων συκῆς και κρέας
χυλός ψημένος με μέλι
χυλοῦνται οἴνῳ ἑψηθεῖσαι αἱ βοτάναι
χυλόω
χυμόν και χυλόν γεννά η κινάρα (λεπτό, μελαγχολικό, πικρόχολο, χολώδη)
χυμός
χυμός (ἁλυκός, ὡμός)
χυμός (γλισχρός, ὡμός)
χύτρα
χύτρα (βράζουσα, πηλίνη)
χύτρα (κοσμώ χύτρα με καρυκεύματα)
χύτρα (πήλινη)
χύτρα ἑψήματος
χύτρα ἑψήματος με φακές
χύτρα χαλκή
χυτροκάκαβος
ψάρι, άμια- γοφάριον σε φύλλο συκιάς ή αμπελόφυλλο
ψάρια με νάπυ
ψαχνά κρέατα
ψήνω
ψήσιμο σε απόσταση από την φωτιά
ψῆσσα. ψῆττα
ψησσόπουλον
ψηστός, ἑψητός (είδος ιχθύος), ψῆττα
ψητός
ψιχίτσα
ψόα
ψόα-ψοιά
ψοιά
ψοιῶν(κομμάτι κρέατος)
ψωμίτσιον ἀστακοῦ
ψωμός σε ζωμό
ὠμά (πράσα)
ὠμός
ὠμὸς χυμὸς πάμπολυς
ὠμοτάριχος
ὠνθυλευμένος
Ὠξιανός ἰχθύς
ᾠόκρουστος, ᾠοκρουστῶ
ὠόν
ὠοτάριχον
ὠπτημένον κρέας
ὠπτημένος
ὦτα καὶ ῥύγχη καὶ πόδας συῶν ἐσθίειν καὶ γαστρὸς γεύεσθαι καὶ μήτρας καλῶς καθεψημένων
ὠτίον (ὄστρεον)
ὦχρος
Βιβλιογραφία
Abrahamse 1982
Achimastou-Potamianou 1981
Actes d'Iviron II, 1990
Actes de Saint-Pantéléèmôn 1982
Agapitos 2015
Ahrweiler 1996
Alan Davidson 1981
Alexiou 1999
Anagnostakis 1994
Anagnostakis 2011
Anagnostakis 2013
Anagnostakis 2013a
Anagnostakis 2013b
Anagnostakis 2013c
Anagnostakis 2013d
Anagnostakis 2013e
Anagnostakis 2013f
Anagnostakis 2013g
Anagnostakis 2013h
Anagnostakis 2013k
Anagnostakis 2013l
Anagnostakis 2013m
Anagnostakis 2013n
Anagnostakis 2014a
Anagnostakis 2014b
Anagnostakis 2017
Anagnostakis 2020
Anagnostakis, Leontsini, Fishing and fish consumption (υπό έκδοση)
Anagnostakis, Papamastorakis 2004
Anagnostakis-Papamastorakis 2005
André 1981
Andrews 1948
Andrews 1949
Angelidi 1998
Angelidi, Anagnostakis 2016
Antoniadis-Bibicou 1963
Arif Bilgin, Özge Samanci 2008
Augier-Grimaud 2012
Avital, Paris 2014
Azarnouche 2014
Bar 2010
Barney κ.ά. 2006
Bayrı 2019
Benkheira 2006
Berdowski 2008
Berthiaume 1982
Bilabel 1920
Booker 2009
Bouras-Vallianatos 2015
Bourbou 2016
Bourbou κ.ά 2011
Bourbou κ.ἀ. 2013
Bourbou και Richards 2007
Brandes 1987
Burke 2010
Caseau 2012
Caseau 2015
Chevallier 2012 (2020)
Chrone – Vakalopoulos και Vakalopoulos 2008
Clément-Mullet 1866
Cline 2014
Cubberley κ.ά. 1988
Cullhed 2017
Cupane 2011
Curtis 1991 (για γάρο)
Dagron 1974
Dagron 1995
Dagron 2002
Dagron 2011
Dalby 1989
Dalby 1996 (2000)
Dalby 1998
Dalby 2000
Dalby 2003
Dalby 2003 (2010)
Dalby 2015
Dalby και Dalby 2017
Dalby και Grainger 1996 (2000)
Dānişmendnāme
Darmstaedter 1933
Darrouzès 1964
Daunay κ.ά. 2007
Daunay και Janick 2007
Davidson 1981
Davidson 1996
Delatte 1827
Demosthenous 2005
Denison Ross και Power 1926
Dernschwam ed. Babinger 1923
Deroux 1998
Deroux 2002
Dévedjian 1926
Diethart 2007
Dogan et al. 2015, 2
Dogan et al. 2017, 429-440
Donnelly 2016
Drocourt 2009
Efthymiadis 2007
Eideneier 1977
Eideneier 1989
Eideneier 2012
Foury 1997
Fried κ..ά. 2017
Garland 2005
Georgacas 1978
Germanidou 2015
Grainger 2007
Grainger 2018
Grainger 2020
Grant 1996
Grant 1997
Grant 1999 (2008)
Greenfield 1995
Greppin 1990
Grigorieva 2013
Grimaldi κ. ά. 2018
Grocock και Grainger 2006
Groshans 1847
Grünbart 2007
Guillard 1968
Guillou 1963
Güveloğlu 2019
Haldon 1990
Hartnup 2014
Hāssan 2007-2008
Hather κ.ά. 1992
Hatzidakis 1910
Heath 2000
Heinrich, Wilkins 2014
Helttula 1996
Hill και Bryer 1995
Hohl 1924/1971 (έκδ. Scriptores Historia Augustae)
Ideler 1842
İnanan και İnanan 2018
Işin 2015 (λήμμα Filo)
Ivanov 1976
Jacob 2020
Jagusiak και Kokoszko 2017
Jagusiak, Kokoszko 2019
Janick κ.ά. 2007
Janin 1975
Jazdzewska 2009
Jeanselme 1922
Jeanselme, Oeconomos 1924
Jeffery 1926
Jeffreys 1998
Jeffreys, Lauxtermann 2017
Jones, Halstead 1993
Kalitsunakis 1926
Karpozelos 1984
Karpozilos 1995
Kazhdan 1982
Kazhdan 1991
Kazhdan1982
Kislev 1989
Kislinger 1982
Kislinger 1996
Koder 1989
Koder 1992
Koder 1993
Koder 1995
Koder 2007
Koder 2009
Koder 2011
Koder 2013
Koder 2014
Koder 2019
Kokoszko 2005
Kokoszko 2008
Kokoszko 2009
Kokoszko 2021
Kokoszko κ.ά. 2012
Kokoszko κ.ά. 2013
Kokoszko κ.ά. 2015
Kokoszko κ.ά. 2017
Kokoszko και Gibel 2011
Kokoszko, Rzeźnicka 2018
Kolovou 2001
Kolovou 2006
Kolovou 2007
Kordosis 2016
Kovaltchuk 2008
Kroll 2010
Kroll 2012
Krumbacher 1903
Labuk 2016
Lafortune-Martel 1984
Laiou 2002
Lawson 1910
LBG
Leo Allatios 1645
Leontsini 2013
Leontsini 2014a
Leontsini 2014b
Leontsini, Merianos 2016
Lilie 2014
Lindberg 1977
Littlewood κ.ά. 2002
Lolos 2011
Lytle 2016
Lytle 2018
Magdalino 2015
Magoulias 1967
Mane 2008
Mango 1986
Mango, Scott 2006
Marcos Jiménez de la Espada 1874
McWilliams 2013
Mélikoff 1960 Dānişmendnāme
Messis 2014
Messis 2018
Monniot 2001
Moravcsik 1958
Morrisson και Sodini 2002
Moulet 2012
Moulet 2016
Mras 1943-7
Mylona 2008
Mylona 2018
Mylona 2019
Mylona 2021
Mylona, Grainger 2018
Nawal Nasrallah 2007
Nicholas-Baloglou 2003
Nick Karagiannis 2020, Carpmania. gr.
Nigel Hepper και Gibson 1994
Noiret 1889
Oikonomidès 1972
Osborne 1995
Patera 2015
Perry 1982 και 1983
Perry 1994
Perry 1997
Perry 1999(λήμμα Filo)
Perry 2013
Pesce και Mauromicale 2019
Petrosian και Underwood 2006
Pignone και Sonnante 2004
Porro 2010
Porro 2016
Rabe 1993
Rafael 1982
Ragia 2018
Ramsay κ.ά. 2016
Redford κ. ά. 2001
Reiske 1830
Robert 1961
Robert 1962
Roilos 2005
Rzeznicka κ.ά. 2011
Rzeznicka κ.ά. 2014
Rzeźnicka, Kokoszko 2016
Salaman 1986
Santich 1989
Sarpaki, Jones 1990
Saxey 2009
Schlumbaum και Vandorpe 2012
Schmitt 2004
Schnapp 1997
Schneider 1971
Schreiner 1978
Schwarzbach- Dobson 2018
Servienti 1993
Setton 1958
Sevcenko Nancy 2002
Simeonov 2011
Simeonov 2013
Simpson 2012
Sonnante κ.ά. 2007
Sorlin 1991
Sparkes 1962
Spatharakis 2004
Spencer 1993 και 2000
Stöckle 1911
Stone 2005
Sutton 2013
Svennung 1934
Syrides 2019
Talbot, Johnson 2012
Tepper 2007
Tepper κ.ά. 2018
Theodoropoulou 2018
Thomas, Constantinides, Constable 2000
Thompson 1947
Tinnefeld 1988
Trapp 1971
Treadgold 2016
Trepanier 2008
Valiakos κ.ά. 2015
Van Neer και Depraetere 2005
Verhagen 2016
Vogt 1939 (1967)
Vroom 2000
Vroom 2007
Vroom 2018
Weber 1980
Weingarten 2005
Weingarten 2016
Weingarten 2018
Weiss Adamson 2004
Wickham 1998
Winterwerb 1992
Witteveen 1986
Witteveen 1987
Witteveen 1989
Woys Weaver 2002
Wright 2009
Zagklas 2016
Zochios 2012
Zochios 2016
Zohary 1983
Zohary και Hopf 1993
Zucher 2020
Αναγνωστάκης 1993
Αναγνωστάκης 1995
Αναγνωστάκης 1998
Αναγνωστάκης 1999
Αναγνωστάκης 2002
Αναγνωστάκης 2005
Αναγνωστάκης 2008
Αναγνωστάκης 2018
Αναγνωστάκης, Λαμπροπούλου 2001
Αναγνωστάκης, Παπαμαστοράκης 2003-2004
Ανδριώτης 1983
Βακαλούδη 2000
Βακαλούδη 2001
Βαλαμώτη 2009
Βαλιάκος 2014
Βαφειάδου1974
Βέη- Σεφερλή 1971-1974
Βέης 1935
Βλ. βιβλιογραφία στο λ. ἀρτύω και ἥδυσμα
Βλ. και συμπληρωματική βιβλιογραφία
Βλυσίδου 2011
Βουτσινά 1999
Βουτσινά 2004
Γεννάδιος 1914
Γερμανίδου 2016
Γερμανίδου 2020
Γερολυμάτου 2001
Γιαγκουλλής 1994
Γιαννακοπούλου 2002
Επιστολές επώνυμες και ανώνυμες έκδ. Darrouzès
Εύωχος Γαστρονόμος 2017
Ιστοσελίδα Εικονικού Μουσείου Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής
Καλλιγά 2003
Καλονάρος 1941
Κανέλλος 2009 και 2015
Καραποτόσογλου 1983
Κόλιας και Χρόνη 2010
Κοραής 1814
Κοραής 1828
Κουγέας 1913
Κουγέας 1917
Κουκουλές 1936
Κουκουλές 1948
Κουκουλές 1950
Κουκουλές 1952
Κούσης 1928
Κουταβά-Δεληβοριά 2015
Κριαράς, Λεξικό
Λαμπαδαρίδης 1973
Λαμπάκης 2011
Λαμπράκη 2000
Λεοντσίνη 2011
Λουγγής 2011
Μαλαίνος 1930
Μανούσης 2012
Μαργαρού 2000
Μέσσης 2017
Μπακιρτζής 1989
Μπακιρτζής 2005
Μπαμπινιώτης 2009
Μπόζη 2003
Μυλωνά 2008
Ξανθουδίδης 1927/28
Παζαράς 1981
Παπανικόλα –Μπακιρτζή 2005
Παπανικόλα-Μπακιρτζή 1999
Παρίση 2005
Παρχαρίδου–Αναγνώστου 2008
Πάσχος 1990
Πολέμης 2018
Πολίτης 1904
Πολίτης 1914
Πολίτης 2010
Σ. Λάμπρος, Νέος Έλληνομνήμων 7 (1910)
Σαββίδης 1991
Το Ταξίδι της Τροφής 2017, επεισόδιο 3
Τρομάρας 1991
Χαβάκης χ.χρ. ή 1979
Χατζηιωάννου1975
Χατζόπουλος 2014
Χρόνη 2012
Χρόνη –Βακαλοπούλου 2008
Ψιλάκη, Ψιλάκης 2002
Tίτλος Λήμματος
Εναλλακτικός τίτλος
Όροι
entry_title_normalize